Aufsichtspflicht
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- νομική υποχρέωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f επιτήρησης ανηλίκουAufsichtspflicht Rechtswesen | νομικός όροςJURAufsichtspflicht Rechtswesen | νομικός όροςJUR