„υπομονή“: θηλυκό υπομονή [ipomoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Geduld Geduldθηλυκό | Femininum, weiblich f υπομονή υπομονή exemples κάνω υπομονή Geduld haben, sich gedulden κάνω υπομονή χάνω την υπομονή μου die Geduld verlieren χάνω την υπομονή μου