υπαλληλικός
[ipaliliˈkos], υπαλληλική, υπαλληλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- υπαλληλική ασφάλειαθηλυκό | Femininum, weiblich fAngestelltenversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπαλληλική νοοτροπίαθηλυκό | Femininum, weiblich fBeamtenmentalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπαλληλικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBeamtenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f