υπαίτιος
[iˈpetios], υπαίτια, υπαίτιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schuldigυπαίτιος αίτιοςυπαίτιος αίτιος
- verantwortlich (γενική | Genitivgen für)υπαίτιος υπεύθυνοςυπαίτιος υπεύθυνος
exemples
- είμαι υπαίτιοςverschulden (γιααιτιατική | Akkusativ akk)