„τυπώνω“: μεταβατικό ρήμα τυπώνω [tiˈpono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) drucken, veröffentlichen drucken τυπώνω εκτυπώνω τυπώνω εκτυπώνω veröffentlichen τυπώνω δημοσιεύω τυπώνω δημοσιεύω exemples τυπώνω κάτι στο μυαλό μου sich etwas einprägen τυπώνω κάτι στο μυαλό μου