„τσεπάκι“: ουδέτερο τσεπάκι [tseˈpakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Täschchen Täschchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τσεπάκι τσεπάκι exemples τον έχει στο τσεπάκι της οικείο | umgangssprachlichοικ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ sie steckt ihn in die Tasche τον έχει στο τσεπάκι της οικείο | umgangssprachlichοικ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ