„τεστ“: ουδέτερο τεστ [test]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Test Testαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ τεστ exemples τεστ αλλεργιών ιατρική | Medizinιατρ Allergietestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ αλλεργιών ιατρική | Medizinιατρ τεστ αξιολόγησης επιπέδου Einstufungsprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f τεστ αξιολόγησης επιπέδου τεστ αξιολόγησης επιπέδου Einstufungstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ αξιολόγησης επιπέδου τεστ ασκήσεων Übungsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f τεστ ασκήσεων τεστ DNA DNA-Testαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ DNA τεστ εγκυμοσύνης Schwangerschaftstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ εγκυμοσύνης τεστ καταλληλότητας Eignungstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ καταλληλότητας τεστ νοημοσύνης Intelligenztestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ νοημοσύνης τεστ όρασης Sehtestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ όρασης τεστ πατρότητας Vaterschaftstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ πατρότητας τεστ πρόσκρουσης Crashtestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ πρόσκρουσης τεστ πρόσληψης Einstellungstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ πρόσληψης τεστ προσωπικότητας Persönlichkeitstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεστ προσωπικότητας masquer les exemplesmontrer plus d’exemples