τακτικός
[taktiˈkos], τακτική, τακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ordentlichτακτικός ακριβής, ευσυνείδητοςτακτικός ακριβής, ευσυνείδητος
- regelmäßigτακτικός επαναλαμβανόμενοςτακτικός επαναλαμβανόμενος
- ordentlichτακτικός μέλος, καθηγητήςτακτικός μέλος, καθηγητής
exemples
- Berufsbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Stammkundschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τακτικό αριθμητικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαθηματικά | MathematikμαθOrdnungszahlθηλυκό | Femininum, weiblich fOrdinalzahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples