τάση
[ˈtasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Tendenzθηλυκό | Femininum, weiblich fτάση εξελίξεωςτάση εξελίξεως
- τάση ροπή
- Spannungθηλυκό | Femininum, weiblich fτάση ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρVoltzahlθηλυκό | Femininum, weiblich fτάση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρτάση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
exemples
-
- τάση επίδειξηςEffekthaschereiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τάση κυκλώματοςNetzspannungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples