„συνάπτω“: μεταβατικό ρήμα συνάπτω [siˈnapto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αψα; -άφθηκα; -ημμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) beifügen, schließen beifügen συνάπτω σε επιστολή συνάπτω σε επιστολή schließen συνάπτω γάμο, συμβόλαιο συνάπτω γάμο, συμβόλαιο