στηρίζω
[stiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- stützen, aufstützenστηρίζω τους αγκώνεςστηρίζω τους αγκώνες
- stützenστηρίζω κάποιονστηρίζω κάποιον
- lehnen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk gegen)στηρίζω ακουμπώanlehnen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)στηρίζω ακουμπώστηρίζω ακουμπώ
- unterstützenστηρίζω συμπαραστέκομαιστηρίζω συμπαραστέκομαι
- setzen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)στηρίζω ελπίδα, εμπιστοσύνηστηρίζω ελπίδα, εμπιστοσύνη
- gründen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)στηρίζω γνώμηστηρίζω γνώμη