στηρίζομαι
[stiˈrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich aufstützenστηρίζομαι για να μην πέσωστηρίζομαι για να μην πέσω
- lehnen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)στηρίζομαι ακουμπώστηρίζομαι ακουμπώ
- στηρίζομαι βασίζομαι σε κάτι
- στηρίζομαι γνώμη, επιχείρημα