σκουπίζω
[skuˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- σκουπίζω δάπεδο
- abtrocknenσκουπίζω στεγνώνωσκουπίζω στεγνώνω
- abwischenσκουπίζω χέρια, δάκρυασκουπίζω χέρια, δάκρυα
- wischenσκουπίζω μάτια, ιδρώτασκουπίζω μάτια, ιδρώτα
- putzenσκουπίζω μύτησκουπίζω μύτη
exemples