σκοπός
[skoˈpos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zielουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκοπός στόχοςσκοπός στόχος
- Absichtθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοπός πρόθεσηVorsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκοπός πρόθεσησκοπός πρόθεση
- Zweckαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκοπός επιδίωξησκοπός επιδίωξη
- Wacheθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοπός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατPostenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκοπός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσκοπός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Melodieθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοπός μουσσκοπός μουσ