Posten
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- θέσηFemininum, weiblich | θηλυκό fPosten PositionαξίωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPosten PositionπόστοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPosten PositionPosten Position
- σκοπόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPosten Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILφρουρόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPosten Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILPosten Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- ποσότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fPosten Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHPosten Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH