σκιερός
[skjieˈros], σκιερή, σκιερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schattigσκιερόςσκιερός
- trübeσκιερός θλιμμένος, ζοφερόςσκιερός θλιμμένος, ζοφερός
- schemenhaftσκιερός ατελήςσκιερός ατελής
exemples
- σκιερή πλευράθηλυκό | Femininum, weiblich fSchattenseiteθηλυκό | Femininum, weiblich f