σκελετός
[skjeleˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Skelettουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκελετός ανατομία | Anatomieανατσκελετός ανατομία | Anatomieανατ
- Gerippeουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκελετόςσκελετός
- Gerüstουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκελετός οικοδομήςσκελετός οικοδομής
- Rumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκελετός πλοίουσκελετός πλοίου
- Fassungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκελετός γυαλιώνGestellουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκελετός γυαλιώνσκελετός γυαλιών
- (Fahrrad-)Rahmenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκελετός ποδηλάτουσκελετός ποδηλάτου
exemples
- σκελετός της στέγηςDachstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σκελετός του κρεβατιούBettgestellουδέτερο | Neutrum, sächlich n