σαλάτα
[saˈlata]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Salatαρσενικό | Maskulinum, männlich mσαλάτασαλάτα
exemples
- τα κάνω σαλάτα οικείο | umgangssprachlichοικ
- σαλάτα με ζυμαρικάNudelsalatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σαλάτα με κοτόπουλοGeflügelsalatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples