κοτόπουλο
[koˈtopulo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hühnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοτόπουλοκοτόπουλο
- Hähnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοτόπουλο γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρκοτόπουλο γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
exemples
- κοτόπουλο φρικασέHühnerfrikasseeουδέτερο | Neutrum, sächlich n