„σαβούρα“: θηλυκό σαβούρα [saˈvura]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ballast, Krempel, Ramsch Ballastαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαβούρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ σαβούρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ Krempelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαβούρα παλιοπράματα Ramschαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαβούρα παλιοπράματα σαβούρα παλιοπράματα