„Ballast“: Maskulinum, männlich BallastMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) έρμα, σαβούρα έρμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ballast auch | και, επίσηςa. fig σαβούρα Ballast auch | και, επίσηςa. fig Ballast auch | και, επίσηςa. fig exemples Ballast abwerfen αφερματίζω Ballast abwerfen