„ρουφηξιά“: θηλυκό ρουφηξιά [rufiˈksja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schluck, Zug Schluckαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρουφηξιά από ποτό ρουφηξιά από ποτό Zugαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρουφηξιά από τσιγάρο ρουφηξιά από τσιγάρο