πρόσθετος
[ˈprosθetos], πρόσθετη, πρόσθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zusätzlich, extraπρόσθετοςπρόσθετος
exemples
- πρόσθετα έσοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplNebeneinnahmenπληθυντικός | Plural pl
- πρόσθετα ταχυδρομικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplStrafportoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πρόσθετη ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοκίνητο | AutoαυτοκSchutzbriefαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples