εξοπλισμός
[eksoplizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bewaffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξοπλισμός εφοδιασμός με όπλαAusrüstungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξοπλισμός εφοδιασμός με όπλαεξοπλισμός εφοδιασμός με όπλα
- Ausrüstungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξοπλισμός εφοδιασμόςεξοπλισμός εφοδιασμός
exemples
-
- εξοπλισμός για κάμπινγκCampingzubehörουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εξοπλισμός γραφείουBüroartikelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples