πρόληψη
[ˈprolipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vorbeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόληψηπρόληψη
- Aberglaubeαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρόληψη δεισιδαιμονίαπρόληψη δεισιδαιμονία
exemples
- πρόληψη εξάρτησηςSuchtpräventionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρόληψη πυρκαγιώνFeuerschutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m