„Feuerschutz“: Maskulinum, männlich FeuerschutzMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) πρόληψη πυρκαγιών, αντιπυρική προστασία πρόληψηFemininum, weiblich | θηλυκό f πυρκαγιών Feuerschutz Vorbeugung Feuerschutz Vorbeugung αντιπυρική προστασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Feuerschutz Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Deckung Feuerschutz Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Deckung