προσφορά
[prosfoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Angebotουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροσφορά κ. μειωμένη τιμή πωλήσεωςπροσφορά κ. μειωμένη τιμή πωλήσεως
- Geschenkουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροσφορά δωρεά, εισφοράSpendeθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσφορά δωρεά, εισφοράπροσφορά δωρεά, εισφορά
exemples
-
- ειδική προσφοράSonderangebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προσφορά χρήματοςGeldmengeθηλυκό | Femininum, weiblich f