„προσγειώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα προσγειώνομαι [prozjiˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-θηκα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) landen, aufsetzen landen, aufsetzen προσγειώνομαι αεροπορία | Luftfahrtαεροπ προσγειώνομαι αεροπορία | Luftfahrtαεροπ exemples προσγειώνομαι έκτακτα notlanden προσγειώνομαι έκτακτα