landen
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- προσγειώνομαιlanden Luftfahrt | αεροπορίαFLUGlanden Luftfahrt | αεροπορίαFLUG
- αράζω, προσορμίζομαιlanden Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFlanden Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF
- αποβιβάζομαιlanden Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILlanden Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- καταλήγωlanden enden umgangssprachlich | οικείοumglanden enden umgangssprachlich | οικείοumg
landen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t <Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- προσγειώνωlanden Luftfahrt | αεροπορίαFLUGlanden Luftfahrt | αεροπορίαFLUG
- αποβιβάζωlanden Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILlanden Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL