προμήθεια
[proˈmiθia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Versorgungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρομήθεια εφοδιασμόςπρομήθεια εφοδιασμός
- Provisionθηλυκό | Femininum, weiblich fπρομήθεια αμοιβή μεσάζοντοςπρομήθεια αμοιβή μεσάζοντος
- Vorratαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρομήθεια πληθυντικός | Pluralpl αποταμιευμένο υλικόπρομήθεια πληθυντικός | Pluralpl αποταμιευμένο υλικό
exemples
- προμήθεια διαχείρισηςBearbeitungsgebührθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προμήθεια επί των πωλήσεωνUmsatzbeteiligungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προμήθεια κύκλου εργασιώνUmsatzprovisionθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples