„Umsatzbeteiligung“: Femininum, weiblich UmsatzbeteiligungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) προμήθεια επί των πωλήσεων προμήθειαFemininum, weiblich | θηλυκό f επί των πωλήσεων Umsatzbeteiligung Umsatzbeteiligung