πρακτικός
[praktiˈkos], πρακτική, πρακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- praktischπρακτικόςπρακτικός
exemples
- Referendarzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Betriebspraktikumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πρακτικός άνθρωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPraktikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f