πράσινος
[ˈprasinos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πράσινη, πράσινοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- grünπράσινος πολιτική | Politikπολιτπράσινος πολιτική | Politikπολιτ
exemples
-
- πράσινα φασολάκιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSchnittbohnenπληθυντικός | Plural pl
- πράσινα φύκηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplGrünalgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
πράσινος
[ˈprasinos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)