„πούλι“: ουδέτερο πούλι [ˈpuli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Figur Figurθηλυκό | Femininum, weiblich f πούλι σε σκάκι πούλι σε σκάκι exemples πούλι ντάμας Damesteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m πούλι ντάμας