Figur
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Figur Form
- σιλουέταFemininum, weiblich | θηλυκό fFigur KörperγραμμήFemininum, weiblich | θηλυκό fFigur KörperFigur Körper
- σχήμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFigur Geometrie | γεωμετρίαGEOMFigur Geometrie | γεωμετρίαGEOM
- προσωπικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fFigur PersönlichkeitμορφήFemininum, weiblich | θηλυκό fFigur PersönlichkeitFigur Persönlichkeit
- χαρακτήραςMaskulinum, männlich | αρσενικό mFigur Literatur | λογοτεχνίαLITFigur Literatur | λογοτεχνίαLIT
- φιγούραFemininum, weiblich | θηλυκό fFigur Sport | αθλητισμόςSPORTFigur Sport | αθλητισμόςSPORT
- πιόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFigur im SpielπούλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFigur im SpielFigur im Spiel