πλαίσιο
[ˈplesio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rahmenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλαίσιοπλαίσιο
exemples
- πλαίσιο πόρταςTürrahmenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πλαίσιο αναφοράςBezugsrahmenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πλαίσιο επιλογής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υKontrollkästchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples