περιοδεύων
[perioˈðevon], περιοδεύουσα, περιοδεύονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- περιοδεύουσα έκθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fWanderausstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιοδεύουσα καλλιτέχνηςθηλυκό | Femininum, weiblich f ιστορία | GeschichteιστGauklerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιοδεύουσα ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich fWandergruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples