„περιβάλλον“: ουδέτερο περιβάλλον [periˈvalon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-οντος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Umwelt, Milieu, Umgebung Umweltθηλυκό | Femininum, weiblich f περιβάλλον φυσικό περιβάλλον φυσικό Milieuουδέτερο | Neutrum, sächlich n περιβάλλον κοινωνικό Umgebungθηλυκό | Femininum, weiblich f περιβάλλον κοινωνικό περιβάλλον κοινωνικό