βλαβερός
[vlaveˈros], βλαβερή, βλαβερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schädlich, schädigendβλαβερόςβλαβερός
exemples
- βλαβερός για το περιβάλλον