παχύρρευστος
[paˈçirefstos], παχύρρευστη, παχύρρευστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zähflüssigπαχύρρευστοςπαχύρρευστος
exemples
- παχύρρευστη υφήθηλυκό | Femininum, weiblich fZähflüssigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f