υφή
[iˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Strukturθηλυκό | Femininum, weiblich fυφή υλικού, υφάσματος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφυφή υλικού, υφάσματος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ