ξεμπερδεύω
[kseberˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -εύτηκα; -εμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
ξεμπερδεύω
[kseberˈðevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -εύτηκα; -εμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- hinter sich bringen (με+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ξεμπερδεύω τελειώνω με ενοχλητική υπόθεση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφξεμπερδεύω τελειώνω με ενοχλητική υπόθεση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- beseitigenξεμπερδεύω ξεκάνωξεμπερδεύω ξεκάνω