ξαναβρίσκω
[ksanaˈvrisko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-βρήκα; -βρέθηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- wiederfindenξαναβρίσκωξαναβρίσκω
exemples
- ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου
- ξαναβρίσκω το δρόμοzurückfinden, den Weg zurückfinden