μόνιμος
[ˈmonimos], μόνιμη, μόνιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μόνιμος αμετάβλητος
- ständigμόνιμος διαρκώς επαναλαμβανόμενοςμόνιμος διαρκώς επαναλαμβανόμενος
- fest angestellt, verbeamtetμόνιμος σε θέση εργασίαςμόνιμος σε θέση εργασίας
- festμόνιμος εργασία, σχέσημόνιμος εργασία, σχέση
exemples
- μόνιμη ανεργίαθηλυκό | Femininum, weiblich fDauerarbeitslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μόνιμη αξιωματικόςθηλυκό | Femininum, weiblich fBerufsoffizierinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μόνιμη δεξαμενήθηλυκό | Femininum, weiblich fTrockendockουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples