δεξαμενή
[ðeksameˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Reservoirουδέτερο | Neutrum, sächlich nδεξαμενήδεξαμενή
- Zisterneθηλυκό | Femininum, weiblich fδεξαμενή υπόγειαδεξαμενή υπόγεια
- (Benzin-)Tankαρσενικό | Maskulinum, männlich mδεξαμενή βενζίνηςδεξαμενή βενζίνης
exemples
- δεξαμενή ζεστού νερούHeißwasserspeicherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δεξαμενή λαδιούÖlwanneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δεξαμενή λίμνηςStaubeckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples