μούτρο
[ˈmutro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Fresseθηλυκό | Femininum, weiblich fμούτρο συχνάπληθυντικός | Plural pl οικείο | umgangssprachlichοικμούτρο συχνάπληθυντικός | Plural pl οικείο | umgangssprachlichοικ