μοναχικός
[monaçiˈkos], μοναχική, μοναχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- einsam, abgeschiedenμοναχικόςμοναχικός
- Kloster-, Mönchs-μοναχικός θρησκεία | Religionθρησκμοναχικός θρησκεία | Religionθρησκ