μετωπικός
[metopiˈkos], μετωπική, μετωπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- frontalμετωπικόςμετωπικός
exemples
- μετωπική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφBreitseiteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μετωπική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fFrontalangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μετωπική σύγκρουσηθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοκίνητο | AutoαυτοκFrontalzusammenstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich m