Breitseite
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μετωπικό πυρNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBreitseiteομοβροντίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBreitseiteBreitseite
- μετωπική επίθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBreitseite in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigBreitseite in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig