μετρητά
[metriˈta]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bargeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nμετρητάμετρητά
exemples
- τοις μετρητοίς
- πληρωμήθηλυκό | Femininum, weiblich f τοις μετρητοίςBarzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f